- πυραμιδικός
- η , ό[ν] , πυραμιδικόςοειδής, ης, ες похожий на пирамиду; пирамидальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυραμιδικός — πυραμιδικός, ή, ό και πυραμιδοειδής, ής, ές και πυραμοειδής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυραμιδικός — ή, ό / πυραμιδικός, ή, όν, ΝΑ [πυραμίς, ίδος] αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής νεοελλ. 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας 2. φρ. α) «πυραμιδική οδός» (ανατ. φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία… … Dictionary of Greek
πυραμιδικούς — πυραμιδικός pyramidal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμιδική — πυραμιδικός pyramidal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμιδικήν — πυραμιδικός pyramidal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμιδικῶς — πυραμιδικός pyramidal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμιδικώς — πυραμιδικῶς ΝΑ βλ. πυραμιδικός … Dictionary of Greek